- ντοματοσαλάτα
- η салат из помидор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ντοματοσαλάτα — και τοματοσαλάτα, η σαλάτα με ντομάτα … Dictionary of Greek
τοματοσαλάτα — η, Ν βλ. ντοματοσαλάτα … Dictionary of Greek